ἀπονέμω — portion out pres subj act 1st sg ἀπονέμω portion out pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονέμω — απονέμω, απένειμα (σπάν. απόνειμα) βλ. πίν. 125 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἀπονεμῶ — ἀπονέμω portion out fut ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απονέμω — (AM ἀπονέμω) νεοελλ. προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση αρχ. Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω 2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ 3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος 4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι … Dictionary of Greek
απονέμω — όνειμα, εμήθηκα, δίνω κάτι όπως είναι σωστό και δίκαιο: Στους αριστούχους απόφοιτους των λυκείων απονεμήθηκαν βραβεία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπονενεμημένα — ἀπονέμω portion out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπονενεμημένᾱ , ἀπονέμω portion out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπονενεμημένᾱ , ἀπονέμω portion out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονέμετε — ἀπονέμω portion out pres imperat act 2nd pl ἀπονέμω portion out pres ind act 2nd pl ἀπονέμω portion out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονέμῃ — ἀπονέμω portion out pres subj mp 2nd sg ἀπονέμω portion out pres ind mp 2nd sg ἀπονέμω portion out pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονειμαμένων — ἀπονέμω portion out aor part mid fem gen pl ἀπονέμω portion out aor part mid masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονειμάμενον — ἀπονέμω portion out aor part mid masc acc sg ἀπονέμω portion out aor part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπονειμάντων — ἀπονέμω portion out aor part act masc/neut gen pl ἀπονέμω portion out aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)