απονέμω

απονέμω
(αόρ. απένειμα) μετ. давать, воздавать (по заслугам, по закону); присуждать (премию и т. п.);

απονέμω τιμάς — воздавать почести;

§ απονέμω δικαιοσύνη ν — отправлять правосудие;

απονέμω χάρη юр. — помиловать


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απονέμω" в других словарях:

  • ἀπονέμω — portion out pres subj act 1st sg ἀπονέμω portion out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονέμω — απονέμω, απένειμα (σπάν. απόνειμα) βλ. πίν. 125 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἀπονεμῶ — ἀπονέμω portion out fut ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απονέμω — (AM ἀπονέμω) νεοελλ. προσφέρω, χορηγώ τίτλο, βραβείο ή τιμητική θέση αρχ. Ι. 1. δίνω μερίδιο, μοιράζω, αποδίδω 2. (Λογ.) μερίζω, διαιρώ 3. δίνω στον εαυτό μου ένα μέρος 4. παίρνω για τον εαυτό μου, επωφελούμαι …   Dictionary of Greek

  • απονέμω — όνειμα, εμήθηκα, δίνω κάτι όπως είναι σωστό και δίκαιο: Στους αριστούχους απόφοιτους των λυκείων απονεμήθηκαν βραβεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπονενεμημένα — ἀπονέμω portion out perf part mp neut nom/voc/acc pl ἀπονενεμημένᾱ , ἀπονέμω portion out perf part mp fem nom/voc/acc dual ἀπονενεμημένᾱ , ἀπονέμω portion out perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονέμετε — ἀπονέμω portion out pres imperat act 2nd pl ἀπονέμω portion out pres ind act 2nd pl ἀπονέμω portion out imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονέμῃ — ἀπονέμω portion out pres subj mp 2nd sg ἀπονέμω portion out pres ind mp 2nd sg ἀπονέμω portion out pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονειμαμένων — ἀπονέμω portion out aor part mid fem gen pl ἀπονέμω portion out aor part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονειμάμενον — ἀπονέμω portion out aor part mid masc acc sg ἀπονέμω portion out aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπονειμάντων — ἀπονέμω portion out aor part act masc/neut gen pl ἀπονέμω portion out aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»